- συμπάρεισι
- συμπάρειμι 1sum to be present alsopres ind act 3rd plσυμπάρειμι 2ibo march beside togetherpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνοργιάζω — ΜΑ παίρνω μέρος σε οργιαστικές τελετές μαζί με άλλους («οὐκ ἀεὶ δὲ διατρίβουσιν ἐπ αὐτὴν οἱ δαίμονες, ἀλλὰ... ταῑς ἀνωτάτω συμπάρεισι καὶ συνοργιάζουσι τῶν τελετῶν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀργιάζω «τελώ θρησκευτικά όργια» (< ὄργια)] … Dictionary of Greek